ἐνεστῶτι

ἐνεστῶτι
ἐνίστημι
put
perf part act masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκαθαρεύω — Μ 1. είμαι επίσης καθαρός 2. (για γραμμ. τ.) ανήκω επίσης στη δόκιμη γλώσσα («καθαρεύοντι τῷ ἐνεστώτι συγκαθαρεύειν καὶ τὸν μέσον παρακείμενον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρεύω «είμαι καθαρός, είμαι ακριβής στη γλώσσα» (< καθαρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”